αδιαφώτιστος

αδιαφώτιστος
-η, -ο
1. αυτός που δε διευκρινίστηκε, έμεινε σκοτεινός: Η υπόθεση αυτή εξακολουθεί να μένει αδιαφώτιστη.
2. εκείνος που δε διαφωτίστηκε, που έμεινε απληροφόρητος: Στο ζήτημα αυτό είμαι αδιαφώτιστος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αδιαφώτιστος — η, ο [διαφωτίζω] 1. αυτός που δεν διαφωτίστηκε για κάτι, απληροφόρητος, μη ενήμερος 2. ό,τι δεν διαφωτίστηκε, δεν διευκρινίστηκε, δεν αποσαφηνίστηκε …   Dictionary of Greek

  • αφώτιστος — η, ο (AM ἀφώτιστος, ον) 1. αυτός που δεν είναι φωτισμένος, ο σκοτεινός, ο αφεγγής 2. αδιαφώτιστος, απληροφόρητος 3. αβάφτιστος …   Dictionary of Greek

  • ζοφώδης — ες (AM ζοφώδης, ες) [ζόφος] αυτός που έχει σκοτεινό χρώμα, σκοτεινός, ζοφερός μσν. μτφ. αυτός που είναι βυθισμένος στο σκοτάδι τής πλάνης και της αμάθειας, γεμάτος προκαταλήψεις, αμόρφωτος, αδιαφώτιστος …   Dictionary of Greek

  • αφώτιστος — η, ο 1. ο μη φωτισμένος, ο σκοτεινός: Οι περισσότεροι δρόμοι στις συνοικίες μένουν τη νύχτα αφώτιστοι. 2. αδιαφώτιστος, ακαθοδήγητος, απαίδευτος: Στο θέμα αυτό τον είχαν αφήσει αφώτιστο. 3. αβάφτιστος: Το μωρό τους ήταν ακόμη αφώτιστο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”